εξάρτηση — η (Α ἐξάρτησις) [εξαρτώ] το αποτέλεσμα τού εξαρτώ, η ανάρτηση, το κρέμασμα νεοελλ. 1. η υπαγωγή κάποιου στην εξουσία ή στη διάθεση άλλου ατόμου, συνόλου ή καταστάσεως («εξάρτηση από την κρατική οργάνωση») 2. λογική εξάρτηση, αλληλεξάρτηση 3.… … Dictionary of Greek
εξάρτηση — η 1. η ανάρτηση, το κρέμασμα. 2. μτφ., η υπαγωγή κάποιου στην εξουσία ή τη διάθεση άλλου, η υποτέλεια, η έλλειψη ανεξαρτησίας: Η εξάρτηση χώρας από την Αμερική. 3. (φιλοσ.), λογική σχέση, συνέπεια, αλληλεξάρτηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γραμμική εξάρτηση — Τα διανύσματα x1, x2... xm λέγονται γραμμικώς εξαρτημένα εάν υπάρχει ένα σύνολο αριθμών λ1, λ2 .... λm (όχι όλοι ίσοι με το μηδέν) τέτοιο ώστε να ικανοποιείται η διανυσματική εξίσωση: λ1x1 + .... λm xm = 0. Σε αντίθετη περίπτωση τα διανύσματα… … Dictionary of Greek
ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει … Dictionary of Greek
Αγίας Τριάδας, μονή — Ονομασία 21 μοναστηριών. 1. Ανδρικό μοναστήρι στα Μετέωρα. 2. Ανδρικό μοναστήρι στον νομό Λασιθίου. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Πέτρας. Ιδρύθηκε στα τέλη του 15ου αι. Ιδρυτής του ήταν ο Μάρκος Παπαδόπουλος, Κρητικός τιμαριούχος που ίδρυσε και το… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
ακτινοβολία — (αγγλ. radiation). Γενικός όρος με τον οποίο στη φυσική υποδηλώνονται τα φαινόμενα εκπομπής, διάδοσης και απορρόφησης ενέργειας από μέρους σωμάτων, με τη μορφή είτε κυμάτων (α. ηχητική, α. ηλεκτρομαγνητική) είτε σωματιδίων. Οι α. μπορούν να… … Dictionary of Greek
δινηματικός — ή, ό αυτός που αποτελείται από δύο νήματα («δινηματική εξάρτηση» η εξάρτηση που κρέμεται από δύο νήματα) … Dictionary of Greek
ει — (I) εἰ (Α) Ι. 1. μόριο που χρησιμοποιείται ως επιφώνημα με προστακτική ή έγκλιση επιθυμίας για να δηλώσει προτροπή («εἰ δὲ σὺ μὲν ἄκουσον», Ιλ. Ι) 2. σε ευχές με ευκτική 3. συνήθως ακολουθείται από το γαρ («αἴ γὰρ δὴ οὕτως εἴη», Ιλ. Δ) 4. σε… … Dictionary of Greek
θρησκεία — Έννοια η οποία αναφέρεται σε μια σειρά αφενός νοητικών στοιχείων (δοξασιών), που σχετίζονται με την πίστη στο θείο και προϋποθέτουν αυθόρμητη αποδοχή, δηλαδή δεν είναι θεωρητικής ή επιστημονικής τάξης, αφετέρου σε μια σειρά θεσμών και πρακτικών… … Dictionary of Greek